σκορδίνημα

σκορδίνημα
και κορδίνημα, τὸ, Α [σκορδινῶμαι]
η κατάσταση τού σκορδινῶμαι*, το τέντωμα τών άκρων τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκορδίνημα — stretching neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορδίνημα — κορδίνημα, τὸ (Α) βλ. σκορδίνημα …   Dictionary of Greek

  • σκορδινησμός — και σκορδινισμός, ὁ, Α το σκορδίνημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορδινῶμαι, κατά τα αρσ. σε σμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”